- Παναιτωλικά
- Πᾰναιτωλικά, τά,A meeting and festival of the Aetolian League, SIG 563(Teos, iii B. C.), IG9(1).411;—also [full] Πᾰναιτώλια, τά, Poll.6.163:— also in sg., Liv.31.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναιτωλικός — ή, ό (Α παναιτωλικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους Αιτωλούς αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τά Παναιτωλικά τα Παναιτώλια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + Αἰτωλός + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek